Βάγκνερ, Ότο

Βάγκνερ, Ότο
(Otto Wagner, Βιέννη 1841 – 1918). Αυστριακός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Δάσκαλος της σχολής της Βιέννης, από την οποία προήλθαν οι μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του νέου ρυθμού (art nouveau, jugendstil) Χόφμαν, Όλμπριχ, Μόζερ. Το έργο του και, προπάντων, το σύγγραμμά του Σύγχρονη Αρχιτεκτονική (Modern Architektur, 1893), ξεπέρασε τα όρια της Αυστρίας και παρακίνησε πολλούς αρχιτέκτονες να εγκαταλείψουν τις άγονες απομιμήσεις παλαιοτέρων ρυθμών. Ο Β. διαπαιδαγωγήθηκε με την παράδοση του τοπικού συντηρητικού μπαρόκ (Λουτρά Αρτέμιδος, Βιέννη), έπειτα στράφηκε προς την τοσκανική Αναγέννηση (Λέντερμπακ, Βιέννη), για να καταλήξει στον μεταβατικό νέο ρυθμό. Στο παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου της Βιέννης, έργο του 1894, χρησιμοποιεί ακόμα πολλά νοθογενή στοιχεία, όπως έξι δωρικούς κίονες και θολωτή στέγη από σφυρήλατο σίδερο με φυτικά σχέδια. Τον ίδιο χρόνο τελειώνει μια μελέτη του υπόγειου περιφερειακού σιδηροδρόμου της Βιέννης και αργότερα χτίζει τα γραφεία και τους σταθμούς του (Σταθμός της Κάρλπλατς, 1897), όπου για πρώτη φορά υποδιαιρεί τους τοίχους σε χωρίσματα πλαισιωμένα με μέταλλο και διακοσμημένα με φυτικά μοτίβα, όπως αυτά που είχε χρησιμοποιήσει λίγα χρόνια πριν ο Γκιμάρ στο Παρίσι. Έχοντας κύριο στόχο να υποτάξει τη μορφή στην αυστηρή λιτότητα των οικοδομικών υλικών –πράγμα που θα τον αναδείξει σε πρωτοπόρο της νέας αρχιτεκτονικής– κατασκευάζει συμπαγείς κυβικούς όγκους με εντελώς ευθείες επιφάνειες και περιορισμένες γεωμετρικές διακοσμήσεις. Χαρακτηριστικά έργα του της εποχής αυτής είναι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο της Βιέννης (1905) –όπου στην τέλεια διάταξη των ορόφων αντιστοιχεί η θαυμάσια κεντρική αίθουσα με τα γυμνά υποστυλώματα, που χάνονται μέσα στον φωτεινό θόλο, κατασκευασμένο ολόκληρο από σίδερο και γυαλί– και η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Βιέννης (1910), στην οποία συνδυάζονται διαλεκτικά τα δύο κύρια συστατικά στοιχεία του προσωπικού του ύφους: η αυστηρή οργανικότητα της κατασκευής και η χρωματική ευαισθησία των εξωτερικών διακοσμήσεων (που καθόρισε και την προσχώρηση του Β. στο κίνημα της βιεννέζικης σετσεσιόν). Το αίτημα της οργανικότητας άνοιξε τον δρόμο στην αρχιτεκτονική του Λόος και η χρωματική ανάδειξη των εξωτερικών επιφανειών διοχετεύτηκε στην αρχιτεκτονική του Όλμπριχ. Το θέατρο Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ, που εγκαινιάστηκε το 1876 με την «Τετραλογία» (φωτ. Mairani). Το «Σπίτι των Ρόδων» στη Λίκνε-Βίντσελε, στη Βιέννη, έργο του Ότο Βάγκνερ, όπου η αυστηρή λειτουργικότητα συνοδεύεται από μια σπάνια χρωματική και διακοσμητική ευαισθησία (φωτ. Gilardi).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Νόιτρα, Ρίτσαρντ Τζόζεφ — (Richard Joseph Neutra, Βιέννη 1892 – Βούπερταλ, Γενεύη 1970). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αυστριακής καταγωγής, μαθητής του Ότο Βάγκνερ και του Άντολφ Λόος, συνεργάστηκε στην Ευρώπη με τον Γκρόπιους και τον Μέντελσον. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Όλμπριχ, Γιόζεφ Μαρία — (Joseph Maria Olbrich, Τροπάου 1867 – Ντύσελντορφ 1908). Αυστριακός αρχιτέκτονας. Μαθητής του Ότο Βάγκνερ, ήταν καλλιτέχνης προικισμένος με μεγάλη φαντασία και συχνά αρκετά επιθετικός. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα προβλήματα των εφαρμοσμένων… …   Dictionary of Greek

  • σετσεσιόν — (secession). Όρος που χρησιμοποιήθηκε στις εικαστικές τέχνες για το χαρακτηρισμό μερικών πρωτοποριακών κινημάτων, που προσπάθησαν να αποκοπούν από την απολίθωση και τον κομφορμισμό των επίσημων καλλιτεχνικών τάσεων (secession=αποστασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”